εφορκίζω

εφορκίζω
(ΑΜ ἐφορκίζω)
δ. τ. τοῡ ἐπορκίζω
νεοελλ.
εκκλ. διώχνω με την επίκληση τού Αγίου Πνεύματος το πονηρό πνεύμα από τον κατηχούμενο χριστιανό, εξορκίζω
μσν.
κατηχώ απίστους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὁρκ-ίζω (< ὅρκος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐφορκίζω — ἐπί ὁρκίζω make pres subj act 1st sg ἐπί ὁρκίζω make pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”